Ο συγγραφέας Παύλος Μάτεσις, γνωστός τόσο για
το θεατρικό του έργο όσο και για τα σημαντικά
του μυθιστορήματα, παρουσιάζει μια τέτοια παράλογη
κατάσταση, σε μια καυστική σάτιρα.
Λίγα λόγια για το έργο…
Η "Τελετή" του Παύλου Μάτεσι
μας μεταφέρει, μέσα από μια
σειρά κωμικών καταστάσεων,
στα σαλόνια της μικροαστικής
κοινωνίας. Θέμα του έργου, η
προετοιμασία μιας κηδείας,
όπου τη θλίψη για την απώλεια
υποκαθιστά, ή ακριβέστερα,
καλύπτει η φροντίδα των
συγγενών, η νεκρή να θαφτεί με
όλους τους τύπους και με την
αρμόζουσα στην τάξη της
"επισημότητα".
Πίσω από την σκηνή υπάρχει ένα
φέρετρο. Στην σκηνή 8 γυναίκες, συγγενείς της νεκρής,
αγωνίζονται να ταχτοποιήσουν όλες εκείνες τις άπειρες
λεπτομέρειες που στο τέλος θα δώσουν μια "αξιοπρεπή"
κηδεία. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι αυτή η
"αξιοπρέπεια". Η νεκρή δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια
αφορμή, ένα πρόσχημα για να επιδείξουν την όποια
οικονομική τους θέση, για αυτό τα θέλουν όλα να
δηλώνουν το κόστος τους, το φέρετρο, τα στεφάνια,
τα ρούχα, το γραφείο τελετών, τα εδέσματα, τα ποτά.
Τα ετοιμάζουν για να τα δουν κάποιοι άλλοι…
Ο Μάτεσις κάνοντας
"μαύρο χιούμορ" επιτίθεται
στο μικροαστό, τον
αναγκάζει να δει το άδειο
του πρόσωπο. Σαν γνήσιος
σατιρικός διογκώνει,
μεγεθύνει, φτάνει πολλές
φορές μέχρι την
καρικατούρα ή μέχρι την
τερατοποίηση. Ο μικροαστός ζει περιχαρακωμένος μέσα στις
φράσεις κλειδιά του, τις επισκέψεις του, τους συγγενείς του και
την ανασφάλεια του.
Είναι ένας κόσμος γελοίος, αντιδραστικός και ασφυκτικός.
Kι ο Mάτεσις τον μισεί αυτόν τον κόσμο γιατί μέσα στην
συνείδησή του παίρνει το πλάτος και τη σημασία του
ελληνικού κόσμου, του ελληνικού χώρου.
H Ελλάδα είναι xώρα μικροαστική.
Σημείωμα του Σκηνοθέτη
Η Τελετή κατέκτησε δικαίως το 1966 το Κρατικό Βραβείο
Θεάτρου. Δικαίως, γιατί δεν πρόκειται για μια
συνηθισμένη κωμωδία, αλλά για μια ανατρεπτική σάτιρα
της μεσοαστικής – και νεόπλουτης – τάξης, που ανατέμνει
και αποκαλύπτει, μέσα από την υπερβολή και την π
ολλές φορές σουρρεαλιστική παρωδία, τον
καθωσπρεπισμό και την ψευτοαριστοκρατική βιτρίνα της.
Και, ακριβώς για αυτό το λόγο, είναι ένα έργο που
διατηρεί ως σήμερα τη φρεσκάδα και την ευστοχία
του, ειδικά μάλιστα στην εποχή μας, την εποχή της
εικόνας, του φαίνεσθαι και, εν πολλοίς, του κιτς.
Όλη η πλοκή του έργου
ξετυλίγεται σε ένα
τέτοιο καθώς πρέπει
περιβάλλον, νεόπλουτων,
δήθεν αριστοκρατών,
κατά την προετοιμασία
μιας … τελετής
(αφού ακόμα και η λέξη
«κηδεία» έχει ξορκιστεί από το λεξιλόγιο αυτής της τάξης).
Μιας τελετής που, λόγω της “κοινωνικής θέσης» της ο
ικογένειας, δεν επιτρέπεται να είναι συνηθισμένη. Έτσι,
το ρόλο του μαέστρου στη μικρή γυναικεία ορχήστρα
των τεθλιμμένων συγγενών αναλαμβάνει επαγγελματίας
«μαιτρ» του Γραφείου Τελετών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται
για την εξέλιξη του έργου.
Το έργο σαφώς περιέχει
υπερβολές, όμως αυτό
δεν πρέπει να
ξεγελάει το θεατή.
Ούτε ο νεοπλουτισμός
ούτε η «κατινιά» των
χαρακτήρων του έργου
είναι εξωπραγματικά.
Υπάρχουν γύρω μας, δίπλα μας, ακόμη-ακόμη μέσα
μας. Απλώς το στοιχείο της κωμωδίας μας βοηθάει να το
δεχτούμε πιο εύκολα και, μέσα από το γέλιο, να ρίξουμε
μια ματιά πίσω από τις μάσκες της ευπρέπειας
και του εγωισμού.
Μπαντούνας Σταμάτης